- σταύλος
- ο конюшня, стойло;
§ οι σταύλοι τού Αύγείου — авгиевы конюшни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ οι σταύλοι τού Αύγείου — авгиевы конюшни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταύλος — ο / σταῡλος, ΝΜ βλ. στάβλος … Dictionary of Greek
στάβλος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντάτου. * * * ο, ΝΜ, και σταύλος Ν 1. φραγμένος και στεγασμένος χώρος για τη διαμονή ζώων, ιδίως βοδιών, αλόγων,… … Dictionary of Greek
σταυλάρης — ὁ, Μ [σταυλος] ημιονηγός … Dictionary of Greek
staul — STÁUL, staule, s.n. Grajd sau adăpost (pentru oi). – lat. stab(u)lum. Trimis de claudia, 01.05.2008. Sursa: DEX 98 STÁUL s. (înv. şi reg.) ogradă, sălaş, (reg.) coşar, cotârlete, obor, ocol, palancă, plasă, saia, târlă, ţarc, voreţ, (Mold. şi… … Dicționar Român